εμπειρικός

εμπειρικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που από πείρα ξέρει κάτι, που έχει πείρα.
2. που ενεργεί ή γίνεται βάσει της πείρας (και όχι της επιστημοσύνης): Εμπειρικά φάρμακα.
3. (φιλοσ.), που στηρίζεται στην αντίληψη.
4. «εμπειρικός γιατρός», ο πρακτικός γιατρός.
5. «εμπειρικός φιλόσοφος», φιλόσοφος της εμπειριαρχίας (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμπειρικός — experienced masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Εμπειρίκος, Ανδρέας — (Βραΐλα Ρουμανίας 1901 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Ήταν γιος του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου (βλ. λ. Εμπειρίκος. Όνομα οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο). Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως …   Dictionary of Greek

  • ἐμπειρικώτερον — ἐμπειρικός experienced adverbial comp ἐμπειρικός experienced masc acc comp sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρικῶν — ἐμπειρικός experienced fem gen pl ἐμπειρικός experienced masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρικόν — ἐμπειρικός experienced masc acc sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρικώτατον — ἐμπειρικός experienced masc acc superl sg ἐμπειρικός experienced neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρικαί — ἐμπειρικός experienced fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπειρικοῖς — ἐμπειρικός experienced masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”